έμεση

έμεση
[-ις (-εως)] η рвота (действие)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "έμεση" в других словарях:

  • έμεση — η (AM ἔμεσις) εμετός …   Dictionary of Greek

  • ἐμέσῃ — ἐμέσηι , ἔμεσις vomiting fem dat sg (epic) ἐμέω vomit aor subj mid 2nd sg ἐμέω vomit aor subj act 3rd sg ἐμέω vomit fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αντανακλώ — (Α ἀντανακλῶ, άω) (για φως ή για ήχο) κάνω να επιστρέψει πίσω κάτι που προσκρούει επάνω μου νεοελλ. (αμτβ.) 1. επιστρέφω προς τα πίσω αφού προσκρούσω κάπου 2. μτφ. (για ενέργεια ή κατάσταση) έχω έμεση επίδραση ή επίπτωση κάπου …   Dictionary of Greek

  • υπερεμεσία — και υπερέμεση, η, Ν ιατρ. έντονοι και παρατεταμένοι έμετοι και ιδίως οι κακοήθεις έμετοι που εμφανίζονται σε ορισμένες εγκύους τους πρώτους μήνες τής εγκυμοσύνης και οι οποίοι συνοδεύονται, κατά κανόνα, από συμπτώματα τοξιναιμίας τής κύησης, με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»